- μπουντελλιέρης
- μπουντελλιέρης και πουντιλλιέρης και πουντουλ(λ)ιέρης, ὁ (Μ)οινοχόος, ως τίτλος ανώτερου αξιωματούχου φραγκικού βασιλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouteiller «οινοφύλακας ηγεμόνα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.